Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Ο τίτλος του άρθρου μοιάζει να είναι μια κοινή παραδοχή ειδικών και γονιών, μια αυτονόητη ρήση. Αφού το παιδί εμφανίζει κάποια δυσκολία οι γονείς επιθυμούν να βοηθήσουν το παιδί τους. Στην κλινική πράξη όμως συχνά οικογένεια δεν συμμετέχει στην θεραπευτική διαδικασία .
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η διερεύνηση του ρόλου της οικογένειας στην βελτίωση των δυσκολιών που εμφανίζει το παιδί, η επεξεργασία των αλληλεπιδράσεων στην οικογένεια ,η επιρροή του παιδιού με δυσκολία στο πλαίσιο της οικογένειας καθώς και η επιρροή της οικογένειας στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Οι παρατηρήσεις για την επίδραση της οικογένειας ως ενός ευρύτερου και σημαντικού πλαισίου για την ψυχική υγεία του ατόμου κατέχουν σημαντική θέση στην επιστημονική σκέψη . Οι πρωτοπόροι της οικογενειακής θεραπείας άρχισαν να συναντούν την οικογένεια όλη μαζί, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι το πρόβλημα το οποίο παρουσίαζε ένα άτομο συνδεόταν με τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις των μελών ολόκληρης της οικογένειας.
Η βασική αρχή της γενικής θεωρίας των συστημάτων οδηγεί στην έννοια της οικογένειας ως σύστημα που μπορεί κανείς να καταλάβει το ένα μέλος της οικογένειας μόνο μέσα από την συνολική λειτουργία της οικογένειας .
Στην οικογενειακή θεραπεία η βαρύτητα δίνεται στις σχέσεις και της αλληλεξαρτήσεις .Η συμπεριφορά του ατόμου ερμηνεύεται στο πλαίσιο –σύστημα της οικογένειας , κάθε άτομο επηρεάζει και επηρεάζεται από κάθε άλλο άτομο.
Η σχολή της επικοινωνίας (Virginia Satir) πρόβαλε ως κεντρική έννοια την ανάπτυξη της λειτουργικής επικοινωνίας μεταξύ των µελών της οικογένειας και την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης . Η οικογένεια μπορεί να λειτουργεί ως ανοιχτό ή κλειστό σύστημα.
Το ανοιχτό σύστημα έχει την δυνατότητα επιλογών, επιτρέπει στο άτομο να εκφράσει τα συναισθήματα του και να νοιώθει αποδεκτό. Η αντίληψη που έχει το άτομο για τον εαυτό του επηρεάζουν τον τρόπο που επικοινωνεί. Βασικό στοιχείο της λειτουργικής επικοινωνίας είναι η εναρμόνιση της λεκτικής και μη-λεκτικής επικοινωνίας .
Η Satir διαχωρίζει τέσσερις μορφές μη λειτουργικής επικοινωνίας .Η συγκαταβατική μορφή , όπου το άτομο συμφωνεί για να ευχαριστήσει τους άλλους. Η επικριτική μορφή όπου το άτομο λειτουργεί με συνεχή άσκηση κριτικής για να νοιώθει εξουσία. Η υπερλογική μορφή , όπου το άτομο δεν εκφράζει συναίσθημα μένοντας απόμακρος από τους άλλους και η ασυνάρτητη μορφή όπου όσα λέγονται από το άτομο δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Σύμφωνα με την Virginia Satir το σύμπτωμα είναι ομοιοστατικός μηχανισμός για την διατήρηση της ισορροπίας στην οικογένεια και έκφραση δυσλειτουργικής επικοινωνίας
Στη δοµική προσέγγιση (Minuchin) πρώτη βασική έννοια είναι η δομή της οικογένειας. Στην οργάνωση του οικογενειακού συστήματος περιλαμβάνονται υποσυστήματα πως το συζυγικό ,το γονεϊκο και το αδελφικό .
Στις λειτουργικές οικογένειες τα όρια είναι σταθερά αλλά και ελαστικά για να προσαρμόζονται στα στάδια ανάπτυξης και σε ενδεχόμενες κρίσεις. Τα σαφή όρια διευκολύνουν τις αλλαγές ,υποστηρίζουν τα μέλη και ταυτόχρονα τους δίνουν την δυνατότητα αυτονομίας .Τα όρια σε μια οικογένεια μπορεί να είναι άκαμπτα ή συγκεχυμένα οδηγώντας στην απομάκρυνση ή την αδυναμία αυτονομίας .Ένα δυσλειτουργικό σύστημα οικογένειας ισορροπεί με την εμφάνιση ενός προβλήματος σε ένα μέλος. Η δομή περιλαμβάνει τα πρότυπα των συναλλαγών της οικογένειας . Τα πρότυπα αυτά καθορίζουν τους κανόνες της λειτουργίας της και τον τρόπο επικοινωνίας. Στόχος της θεραπείας είναι η οικογένεια να αποκτήσει σαφή όρια ,να αυξήσει την ευελιξία της ,να μετασχηματίσει τα δυσλειτουργικά πρότυπα .
Τα τελευταία χρόνια οι διαχωρισμοί ανάμεσα στις βασικές σχολές έχουν σταδιακά εξαλειφθεί και έχουν ενσωματωθεί σε νέες συνθετικές παρεμβάσεις.(Minuchin 1974, J.McLeod 2003, Satir 1988)Οι θεραπείες τις συμπεριφοράς ξεκίνησαν κυρίως από μελέτες περιπτώσεων παιδιών. Η ανάλυση της συμπεριφοράς έπαιξε ένα πρωτεύοντα ρόλο ,η διερεύνηση της συμπεριφοράς των γονιών καθώς και η λεπτομερή ανάλυση των συνθηκών που ευνοούν την δημιουργία του προβλήματος του παιδιού. Η συμβουλευτική προς του γονείς είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα και συνολικά η διαδικασία της ψυχοθεραπείας είχε παιδοκεντρική κατεύθυνση.
Στις αρχές του 1970 υπήρξε μερική διαφοροποίηση με την εμφάνιση των σχολών γονέων, με εκπαιδευτικό χαρακτήρα και ιδιαίτερη έμφαση στην ευαισθητοποίηση. Από τα μέσα του 1980 άρχισε να εμφανίζεται ένα μοντέλο «γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας της οικογένειας» των παιδιών και των έφηβων και το οποίο διέπεται από την κοινώς αποδεκτή άποψη ότι για να ξεπεραστούν οι ψυχοκοινωνικές διαταραχές δεν αρκούν τα ατομοκεντρικά μοντέλα παρέμβασης.
Το κάθε άτομο δομεί το δικό του οικογενειακό σχήμα δηλαδή την προσωπική του θεωρία γύρω από την οικογένεια και τις οικογενειακές σχέσεις. Κάθε οικογενειακό σχήμα αποτελείται από επιμέρους γνωσιακά σχήματα που αφορούν τις σχέσεις και τους κανόνες, τις στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων.
Διαβαίνοντας τα μονοπάτια του επιστημονικού λόγου ,για την ερμηνεία της λειτουργίας της οικογένειας στο θεωρητικό πλαίσιο των σχολών ,νοιώθει κανείς αδύναμος να περιγράψει το μέγεθος αλλά και την ουσία της επιστημονικής σκέψης. Προσπαθώντας να κάνει αναφορά σε βασικές αρχές της θεωρίας χρησιμοποιώντας συνοπτικό λόγο ,είναι εύκολο , να οδηγηθεί σε παραλείψεις, και γενικεύσεις που εμπεριέχουν τον κίνδυνο της απλούστευσης και του λάθους . Στόχος της προσπάθειας αυτής είναι να επισημανθεί, μέσα στην διαφορετικότητα του θεωρητικού υπόβαθρου των σχολών μια βασική παραδοχή : η σημασία της συμμετοχής της οικογένειας στην θεραπεία του παιδιού .
Η θεραπεία του παιδιού σχετίζεται άμεσα με τις αλληλεπιδράσεις στην οικογένεια. Οι στόχοι της παρέμβασης στην οικογένεια μπορεί να διαφοροποιούνται ανάλογα με την δυσκολία που εμφανίζει το παιδί .
Μπορούν να αναφερθούν συνοπτικά οι εξής μορφές:
- Η συμβολή της οικογένειας στην διαγνωστική διαδικασία
- Η κατανόηση της φύσης της δυσκολίας του παιδιού
- Υποστήριξη της θεραπείας του παιδιού
- Αναπλαισίωση του προβλήματος
- Αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων .
Η συμμετοχή της οικογένειας διαφοροποιείται σαφώς και από την φύση της ίδιας της δυσκολίας του παιδιού. είναι διαφορετική η βοήθεια που χρειάζεται η οικογένεια όταν το παιδί έχει δυσκολία στον λόγο, μαθησιακή δυσκολία ,σημαντική αναπτυξιακή δυσκολία η δυσκολία στην συμπεριφορά.
Οι αντιδράσεις στην κάθε δυσκολία διαφέρουν και ακολούθως διαφέρει και η αντιμετώπιση.
Η φύση της δυσκολίας επηρεάζει τον τρόπο αντίδρασης και τον βαθμό αποδιοργάνωσης της οικογένειας . Ο τρόπος αντίδρασης σχετίζεται άμεσα με την δομή και την λειτουργία της εκάστοτε οικογένειας. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποια επαναλαμβανόμενα στοιχεία αντιδράσεις πχ όταν το παιδί εμφανίζει διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή.
Οι οικογένειες με παιδί με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή επηρεάζονται σε κοινωνικό ,διαπροσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Συχνά η οικογένεια απομονώνεται και αποσύρεται από τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Αντικειμενικές δυσκολίες που αφορούν τις επικοινωνιακές δεξιότητες του παιδιού, την συμπεριφορά και την αυτουπηρέτηση του οδηγούν την οικογένεια στην αποφυγή κοινωνικής επαφής. Η προσαρμογή της κάθε οικογένειας συνδέεται με την υποκειμενική ερμηνεία ,την συναισθηματική αντίδραση, τις προσωπικές πεποιθήσεις των γονιών και την προϋπάρχουσα ωριμότητα της οικογένεια σε επίπεδο επικοινωνίας και αυτονομίας .
Οι γονείς νιώθοντας ενοχή συχνά θα αναφερθούν σε σκέψεις που αφορούν πιθανή δική τους ευθύνη με φράσεις όπως «δεν ασχοληθήκαμε όσο έπρεπε, μήπως για αυτό δεν μιλάει;» Τα αδέλφια των παιδιών με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή ως το «καλό» παιδί της οικογένειας βιώνουν αμφιθυμικά συναισθήματα . Γίνονται αποδέκτες υπερβολικών απαιτήσεων και ανεκπλήρωτων προσδοκιών των γονιών . Συχνά βιώνουν θυμό απέναντι στον αδελφό που «κλέβει» την προσοχή και ταυτόχρονα ενοχή για αυτές τους τις σκέψεις. Οι οικογένεια βιώνει συναισθήματα θυμού άγχους ,θλίψης ενοχής.
Στην αναπτυξιακή πορεία της οικογένειας, οι συναισθηματικές αντιδράσεις διαφέρουν. Στις κρίσιμες περιόδους ανάπτυξης που αναμενόταν και ο αντίστοιχος βαθμός αυτονομίας του παιδιού οδηγούν συχνά στην δυσλειτουργία του οικογενειακού πλαισίου ως την εκ νέου προσαρμογή.
Η συμμετοχή της οικογένειας στην θεραπευτική διαδικασία αφορούν την κατανόηση της φύσης της δυσκολίας, την συναισθηματική στήριξη των μελών, την ενίσχυση της επικοινωνίας, την υποβοήθηση της προσαρμογής της οικογένειας και την αναδιαμόρφωση των λειτουργικών σχέσεων των μελών της. Φαντάζει αυτονόητη η συμμετοχή της οικογένειας όταν το παιδί εμφανίζει σημαντική αναπτυξιακή διαταραχή ή προβλήματα συμπεριφοράς .Γιατί όμως να συμμετέχει η οικογένεια όταν το παιδί εμφανίζει δυσλεξία; Αναφέρεται κάποιες φορές στην κλινική πράξη «Το παιδί έχει δυσλεξία. Να το αναλάβει κάποιος δάσκαλος στο σπίτι» ή σε πιο καλή περίπτωση «ένας ειδικός παιδαγωγός.».
Στην Αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών στην κλινική πράξη και όπως προκύπτει από αρκετές έρευνες τα τελευταία χρόνια τα παιδιά με μαθησιακή δυσκολία αντιμετωπίζουν δευτερογενή ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα όπως άγχος ,χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις και προβλήματα συμπεριφοράς. Η οικογένεια στην εμφάνιση των δυσκολιών αυτών είναι δεν αμέτοχη. Η βελτίωση της επικοινωνία στην οικογένεια ,η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης του παιδιού ,η κατανόηση των δυσκολιών του παιδιού και η επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων όπως η οργάνωση μελέτης του παιδιού είναι τα κύρια σημεία που αφορούν την οικογένεια και την συμμετοχή της στην αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών.
Στην «γνώση» θεωρούμε ότι η διεπιστημονική παρέμβαση, η εξατομικευμένη παρέμβαση ,η παρέμβαση στο περιβάλλον του παιδιού ,πρωτίστως στην οικογένεια αλλά και στο κοινωνικό πλαίσιο όπως το σχολείο είναι βασικοί παράγοντες για την βοήθεια προς το παιδί.